κεραμιδαριό

κεραμιδαριό
kiremithane, çömlekçi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεραμιδαριό — το 1. κεραμιδάδικο. 2. η φράση «Tα κανε κεραμιδαριό», τα σπασε όλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαδιάμ — Μαδιάμ, η άκλ., στη φρ. «γης Μαδιάμ», κατάσταση αταξίας, καταστροφή, ερείπια: Όρμησε θυμωμένος στο μαγαζί και τα έκανε γης Μαδιάμ. Όμοιες φράσεις: «Τα κανε μαντάρα», «Τα κανε κεραμιδαριό» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”